- υποθερμία
- ηπτώση της θερμοκρασίας του σώματος κάτω από το φυσιολογικό όριο (κάτω από τους 37°).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υποθερμία — (Ιατρ.). Η πτώση της θερμοκρασίας του σώματος κάτω από τα φυσιολογικά όρια. Παρατηρείται στην περίοδο της ανάρρωσης από σοβαρές παθήσεις, σε λιμό, στη χολέρα, την έντονη διάρροια των παιδιών, σε πολλών μορφών δηλητηριάσεις, στην ουραιμία, την… … Dictionary of Greek
θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υποθερμικός — ή, ό, Ν [υποθερμία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποθερμία 2. (για πρόσ.) αυτός που εμφανίζει υποθερμία 3. (γεωλ. πετρογρ.) (για πετρογενετική και μεταλλογενετική διεργασία) αυτός που συντελείται σε σχετικά υψηλές θερμοκρασίες, περίπου… … Dictionary of Greek
υποθερμικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την υποθερμία (βλ. λ.). 2. αυτός που εμφανίζει υποθερμία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Hypothermia — This article is about the adverse condition of Hypothermia. For deliberately induced cooling, see Therapeutic hypothermia. For the 2010 horror film, see Hypothermia (film). Hypothermia Classification and external resources During Napoleon… … Wikipedia
ίδρωτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων … Dictionary of Greek
ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
σοκ — Παθητική απάντηση του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις η οποία εκδηλώνεται με σοβαρή διαταραχή της περιφερειακής κυκλοφορίας, που προκαλεί μεγάλη κατάπτωση όλων των ζωικών ικανοτήτων. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Στην πρώτη θέση είναι… … Dictionary of Greek